Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
General
(21811 entries)
εκσφενδονιζόμενο αντικείμενο εσωτερικής προελεύσεως
internt missil
εκφοβισμός μέσω διαδικτύου
cybermobning
εκφορτίζω
at aflade
εκφορτίζω
at udlede
εκφόρτιση
afladning
εκφόρτιση του πλουτωνίου
udledning af plutonium
έκφραση της γνώμης του λαού
høring af befolkning
εκχειλιστής μετ'ανοίγματος
fald
εκχειλιστής μετ'ανοίγματος
overløb
εκχειλιστής μετρήσεως
fald
εκχειλιστής μετρήσεως
overløb
εκχείλιση
oversvømmelse
εκχύλιση με διαλύτη
ekstraktionsproces
εκχυλίσματα φυσικής προέλευσης πλούσια σε τοκοφερόλες ; Ε 306
stærkt tokoferolholdige ekstrakter af naturlig oprindelse
εκχυλίσματα φυσικής προέλευσης πλούσια σε τοκοφερόλες ; Ε 306
tocopherolrig ekstrakt
εκχυλίσματα φυσικής προέλευσης πλούσια σε τοκοφερόλες ; Ε 306
E 306
έκχυση
tapning
εκχώρηση αρμοδιοτήτων
uddelegering af beføjelser
εκχώρηση ή κατάσχεση σε χέρια τρίτου
forskrivning eller forbud mod udbetaling
ελάττωμα
fold
Get short URL